επίστασις

επίστασις
ἐπίστασις, ἡ (Α) [στάσις]
1. έμφραξη, επίσχεση («ἐπίστασις κοιλίης, οὔρου, αἵματος»)
2. βία, ορμή
3. στάση, στάθμευση («τοσοῡτον ἦν ἀνάγκη χρόνον δι’ ὅλου τοῡ στρατεύματος γίγνεσθαι τήν ἐπίστασιν», Ξεν.)
3. ηρέμηση και αυτοσυγκέντρωση («ἡ νόησις ἔοικεν ἡρεμήσει τινὶ καὶ ἐπιστάσει», Αριστοτ.)
4. δυσχέρεια, εμπόδιο
5. παρατήρηση, εξέταση («τοῡτ’ ἄξιον ἐπιστάσεως», Αριστοτ.)
6. ιατρική φροντίδα
7. εποπτεία, φροντίδα, επίβλεψη («ἡ ἐπίστασίς μοι ἡ καθ’ ἡμέραν», ΚΔ)
8. αρχή, έναρξη, εισαγωγή («ἡ ἐπίστασις τῆς ἱστορίας», Πολ.)
9. μέθοδος
10. αφρός
11. (για πλοίο) θέση στα μετόπισθεν τής παρατάξεως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπίστασις — stopping fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστάσις — ἐπιστάσῑς , ἐπίστασις stopping fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστάσεσι — ἐπίστασις stopping fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστάσεσιν — ἐπίστασις stopping fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίστασιν — ἐπίστασις stopping fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστάσει — ἐπιστά̱σει , ἐφίστημι set aor subj act 3rd sg (epic doric) ἐπιστά̱σει , ἐφίστημι set fut ind mid 2nd sg (doric) ἐπιστά̱σει , ἐφίστημι set fut ind act 3rd sg (doric) ἐπίστασις stopping fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιστάσεϊ , ἐπίστασις… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστάσεις — ἐπιστά̱σεις , ἐφίστημι set aor subj act 2nd sg (epic doric) ἐπιστά̱σεις , ἐφίστημι set fut ind act 2nd sg (doric) ἐπίστασις stopping fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίστασις stopping fem nom/acc pl (attic) ἐπιστάζω let fall in drops upon aor subj… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφίστασις — ἐφίστασις, ἡ (Α) μτγν. ανώμ. τ. τού ἐπίστασις* …   Dictionary of Greek

  • ἐπιστάσεων — ἐπιστάσεω̆ν , ἐπίστασις stopping fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστάσεως — ἐπιστάσεω̆ς , ἐπίστασις stopping fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”